ψευδοπαράσιτος

ψευδοπαράσιτος
-η, -ο, Ν
1. αυτός που εμφανίζεται ως παράσιτο, ενώ δεν είναι
2. το ουδ. ως ουσ. το ψευδοπαράσιτο
βιολ. οργανισμός που ασκεί ψευδοπαρασιτισμό.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. pseudoparasite (< ψευδ[ο]-* + παράσιτο [ς]). Ο τ. ψευδοπαράσιτα (φυτά) μαρτυρείται από το 1870 στον θ. Γ. Ορφανίδη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”